ΠΑΝΤΑ ΚΟΥΡΑΖΕΤΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΙΩΠΗ 'Η ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΟΡΥΒΟ!

Tuesday, August 01, 2006

ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ ΠΕΡΑ

Χτες όση ώρα οδηγούσα είχα σκεφτεί τουλάχιστον τρεις διαφορετικούς τρόπους για το πώς θα ξεκινούσα το γραπτό μου.
Σήμερα δεν θυμάμαι κανέναν.
Είχα καιρό την επιθυμία γι’ αυτή την βόλτα, αλλά τελικά ο προορισμός δεν αποτελούσε δύσκολη επιλογή και γενικά θέλει να είσαι χαρούμενος για να πας εκεί.
Αλλιώς, εγώ δεν την πάλευα. Ζορίζομαι.
Δυσκολεύομαι λίγο γιατί τα γεωγραφικά όρια κάθε «τόπου» με κάνουν δικό τους και με αλλάζουν.
Τη μιζέρια της επιστροφής δεν ήθελα να την πάρω μαζί μου και χρειαζόταν να έχω δυο χαμόγελα παραπάνω για άμυνα.

- «Ξέρεις τι μου έχει λείψει?»
- «Τι?»
- «Να πάμε βόλτα με τη μηχανή και να ακούμε μουσική...»

Σε ευχαριστώ αγάπη μου.
Η ιδέα σου ήταν η αφετηρία της επιθυμίας μου.
Είχα έτοιμο και το κατάλληλο soundtrack.
Θα σου άρεσε και σένα. Και τελικά σου άρεσε.

Χαρτογράφησα στο μυαλό μου την πορεία της βόλτας και φύγαμε χωρίς πολλά πολλά.
Ήξερα που ήθελα να πάμε, αλλά ήθελα να επιμηκύνω τη βόλτα κάνοντας την πιο γεμάτη.
Άλλωστε αυτά που θα έβλεπες δεξιά και αριστερά είναι τόσο μη ρομαντικά που έπρεπε και συ και γω να πάρουμε τη δόση μας.
Το πέρασμα λοιπόν από τον «λίγο από όλα» Πειραιά που έχει αλλάξει, με το μικρολίμανο που είναι εδώ και χρόνια το Μπουρνάζι του Περαία με την πολύ φασαρία και θόρυβο και την καστέλα που ακόμα σέβομαι.

Και μετά... κάτι αλλάζει. Πρώτα από όλα αλλάζει η μυρωδιά.
Το νερό είναι πλέον βούρκος και το ιώδιο αλλάζει χημική σύσταση σε πετρέλαιο.
Σκεπάζονται από την επιθυμία του φευγιού, της αλλαγής, της διακοπής από το κάθε μέρα το ίδιο, από το «σπίτι δουλειά – δουλειά σπίτι».
Ακόμα και η φασαρία είναι μελωδική γιατί το πλοίο (επιτέλους) σαλπάρει και όλοι οι περαστικοί το ακούν, πλέον με περιέργεια.
«Πώς και έφυγε; Δεν έκλεισε 24 ώρες καθυστέρηση...»

Όλα αυτά όμως είναι η μετάβαση και όχι το τελικό σημείο της επιθυμίας μου.
Ήθελα να το δεις και συ.
Για μένα ήταν εμπειρία ζωής.
Σου είπα το γιατί και θα στο γράψω για να το βλέπεις όποτε θες.
Αλλά δεν είναι τώρα ακόμα η ώρα. Πρέπει να μάθουν και οι άλλοι...
Το εργοστάσιο της Δεη στο Αη Γιώργη της Δραπετσώνας σε έκανε να ρωτήσεις με μία μικρή ανατριχίλα «πού είμαστε;».
Ανύπαρκτα φώτα στο δρόμο, διαφορετικά «κυβικά» από αυτά που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ανεβαίνοντας προς το Μαρούσι, με φωσφορίζουσα λαμπάκια στο καπό. Πώς να μην απορήσεις?
Και όσο προχωράει γίνεται χειρότερα. Ή ακόμα αν θες ακόμα πιο ενδιαφέρον. Τη γουστάρω αυτή την μυρωδιά από το μηχανοστάσιο των πλοίων.
Μυρίζει ζωή.
Μία ζωή που είναι απομακρυσμένη από τις αξίες του cosmopolitan και του STATUS.
Μία ζωή που βλέπει την ανατολή και πάει να βγάλει το ψωμί της ή το ακόμα πιο σύνηθες, πάει να βρει το ψωμί της.
Μια ζωή που ο τρόπος που γεμίζει τις ώρες της ποτέ δεν έγινε της μόδας.
Ποιος ορκίζεται ότι η κυρά Κατίνα πέθανε;
Υπάρχει κυρίες και κύριοι! Απλά εμείς αρνούμαστε να το δούμε (κι αυτό) κατάματα.
Μιλάει λίγο σπαστά τα ελληνικά από το ’92 μέχρι σήμερα νιώθει Ελληνίδα. Άλλωστε ο Θανάσης της ταξιδεύει σε φορτηγό με ελληνική σημαία και στο Ασουάν συστήνεται και μιλάει για την Ελλάδα του.
Αλλά ποιος ερευνητής θα βάλει στο δείγμα τού το Πέραμα?
Γιατί να το κάνει;
Είναι τόσο έξυπνος που αν δει μία ταινία με τον Κούρκουλο να παίζει ξύλο στα ναυπηγεία θεωρεί ότι έχει κάνει μία επιτυχημένη ποιοτική.
Σωστά.
Εκεί που οι αξίες αλλάζουν, εκεί που οι συνειδήσεις διαφορφώνονται με σκουπίδια, τηλεοπτικά και φυσικά τι καινούργιο περιμένεις να σου πουν οι άνθρωποί;
Εγώ όμως τους γουστάρω γιατί τουλάχιστον έχουν κάτι που εμείς δεν μπορούμε να αγοράσουμε στο The Mall.
Την αυθεντικότητα.
Αυτοί ή μάλλον αυτές που κάνουν τα κοριτσάκια των βορείων προαστίων να νιώθουν σημαντικά με το να είναι 2 χρόνια πίσω στο ντύσιμο, εγώ τα χαίρομαι.
Όταν παν αυτά τα κορίτσια στα μπουζούκια τα σπάνε και ψυχαναλύονται χορεύοντας βρώμικο τσιφτετέλι ενώ μεις τα λέμε βίτα επειδή έχουν μαλλί πλατίνα και ψαλίδα και καθόμαστε πρώτο τραπέζι πίστα.
Και σε ποιες πετάμε τελικά τα λουλούδια μετά τις 3 το πρωί;
Άσε με και συ... Έσκασα πλέον. Τι να μου πεις και συ για την αποχή που κάνατε στον Δούκα;
Δουλευόμαστε;

Ο Θανάσης της κα Κατίνας γυρίζει τον κόσμο και κάθε 6 μήνες αναπνέει άλλο αέρα ενώ εγώ προσπαθώ να τον γνωρίσω μέσα από τη γυάλα μου στο Internet.
Δεν ξέρω τι είναι καλύτερο.
Δεν είμαι μαθημένος να ξεχωρίζω την καλή ζωή από την κακή, αλλά έχω το θράσος και τη συγκρίνω.
Εκεί που οι δρόμοι δεν έχουν φώτα εμένα με κάνει να εκτιμώ περισσότερο τη ζωή γιατί δεν χαρίζει απλόχερα τις ευκολίες.
Μακάρι να μπορούσα να μετρήσω πόσοι άνθρωποι σκέφτονται αισιόδοξα μετά τον Αη Διονύση και πόσοι πάνω από τον Αγ. Θωμά στον Παράδεισο...

Όταν το πρωί ξεκινάς από το μηδέν και το βράδυ έχεις καταφέρει να φθάσεις στο ένα τελικά κάτι έχεις πετύχει και πέφτεις με χαμόγελο για ύπνο.
Έλα να μου πεις εσύ που είσαι στο τέσσερα και ξημεροβραδιάζεσαι κάθε μέρα στάσιμα σε αυτό και αναρωτιέσαι γιατί δεν έχεις οργασμό; Σε στεναχωρώ; Μην ανησυχείς εγώ έχω ακόμα πιο ψηλά τη μύτη μου και τώρα νομίζω πως κάτι λέω...

Σου επιτρέπω να γελάσεις με την ανοησία της σκέψης μου αλλά σεβάσου την αμηχανία μου όταν από τα playmobil στα έξι μου βρέθηκα 3 μέτρα κάτω από τη θάλασσα και μία γλυκιά φωνή, του πατέρα μου, να μου λέει:
«εγώ αγόρι μου, εδώ έβγαζα το ψωμί μου»
Και κει κάτω έβραζε ο τόπος!!
Και συ φοβάσαι να κατέβεις να ανάψεις την θέρμανση γιατί είναι σκοτεινά και έχει ποντίκια.
Και μετά, από το χέρι, πάλι πάνω...
Εκεί που βλέπεις το πέρα του γαλάζιου και ανασαίνεις, εκεί που έχεις την ευθύνη της ζωή για αυτόν που βγάζει το ψωμί του 3 μέτρα κάτω από τη θάλασσα. Και ακούω πάλι τη φωνή που πλέον έχει χάσει την σπιρτάδα της να μου λέει:
«Αν θες να γίνεις ναυτικός να κοιτάξεις να είσαι πάνω.
Η βάρδια από δω έχει άλλο χρώμα. Βλέπεις μακριά»

Και μετά στα 15 μου, ψηλά στα χαμόσπιτα που είχες θέα και μέτραγες τα φορτηγά, η μποέμισα μαυρομάλλα με το σκουλαρίκι στη μύτη μου δάγκωνε τρυφερά το αυτί και μου λέγε:
«Μακρύτερα βλέπει αυτός που πετάει ψηλότερα»
Μετά βάραγε την πρέζα της και τώρα όντως πετάει ψηλά και με σιχτιρίζει που δεν θυμάμαι το όνομα της.
Θυμάμαι τα λόγια της ακόμα και αν τα είχε κλέψει από τον γλάρο Ιωννάθαν. Τουλάχιστον έκλεψε μία φράση που με μεγάλωσε... Τι πένθος κι αυτό. Άδικο. Έκανα χρόνια να πάω.
Άκουγα μόνο τον χοντρό να φωνάζει «Άσου μάνα για όλους έχει θεός!»

Πρέπει να βρω ένα πούλμαν να τους κατεβάσω όλους κάτω! Να το δούνε.

Εσύ που αναρωτιέσαι τι με έχει πιάσει ξέρεις τι γεύση έχει η φάβα στην καντίνα έξω από το ναυπηγείο στη Δραπετσώνα;

0 Comments:

Post a Comment

<< Home